- διαστροφή
- η (AM διαστροφή)1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο2. στράβωμα, παραμόρφωση3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά4. παραμόρφωση, παραχάραξη, παραποίησηνεοελλ.1. μεταβολή σχήματος, μορφής («διαστροφή τού προσώπου» — μορφασμός, στραβομουτσούνιασμα)2. κακόπιστη παραποίηση («διαστροφή αλήθειας, λόγων, επεισοδίου»)3. (αναφορικά με τα γενετήσια ένστικτα) παρεκτροπή από το φυσιολογικό, σεξουαλική ανωμαλίαμσν.(για χορευτές) εύστροφη σωματική κάμψη, τσάκισμα, τσαλίμι («τὰς κινήσεις ἐθαύμαζον... τὰς τῶν χειρῶν διαστροφάς»)αρχ.1. έλλειψη προσοχής, αφηρημάδα2. παραφροσύνη, τρέλα3. φρ. «διαστροφὴ τῶν ὀμμάτων» — αλληθώρισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Από το αρχ. ελλ. διαστροφή σχηματίστηκε ως μεταφραστικό δάνειο το λατ. perversus απ' όπου αντίστοιχες ευρωπαϊκές λέξεις (πρβλ. γαλλ.-αγγλ. perversion).
Dictionary of Greek. 2013.